Γλωσσάρι
Γλωσσάρι
Απασχόληση (Employment)
συνδέεται περισσότερο με την εργασιακή κατάσταση και την ένταξη στην τυπική ή άτυπη αγορά εργασίας
Βασικές ικανότητες
Οι βασικές ικανότητες ορίζονται ως ένας συνδυασμός γνώσεων, δεξιοτήτων και στάσεων κατάλληλων για το ευρύτερο συγκείμενο.
Γνώσεις
Το αποτέλεσμα διανοητικής διεργασίας και εσωτερικής αναπαράστασης εννοιών, γεγονότων και πράξεων. Προέρχονται από την επαγγελματική ή πρακτική εμπειρία και το σύστημα της τυπικής εκπαίδευσης ή κατάρτισης.
Γενικές γνώσεις
Είναι οι γνώσεις που λειτουργούν ως ελάχιστες προϋποθέσεις για την περαιτέρω επαγγελματική κατάρτιση ή επαγγελματική δραστηριότητα. Αποκτώνται συνήθως, μέσα από τη Γενική Εκπαίδευση ή και μέσω της άτυπης μάθησης.
Δεξιότητα
Ο συνδυασμός γνώσης και εμπειρίας που απαιτείται για την επίτευξη συγκεκριμένου φυσικού ή διανοητικού έργου ή την άσκηση εργασίας (ΚΥΑ 110998/8-5-2006). Η ικανότητα επιτέλεσης ενός συγκεκριμένου έργου ή επίλυσης ενός συγκεκριμένου προβλήματος. Σε ό,τι αφορά την αντιπαραβολή της δεξιότητας με την έννοια της ικανότητας (competence), μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε ως μερικότερη έννοια, η οποία περιγράφει συγκεκριμένες δραστηριότητες και επιτελέσεις εργασιών.
Εργασία (Job)
ορίζεται ως ένα ρητό ή άρρητο συμβόλαιο μεταξύ ενός ατόμου και μιας σταθερής θεσμικής οντότητας, για την εκτέλεση μιας εργασίας (work) για μια καθορισμένη περίοδο ή μέχρι νεότερη ενημέρωση
Επαγγελματικό Περίγραμμα
Ως επαγγελματικό περίγραμμα ορίζεται το σύνολο των βασικών και επιμέρους επαγγελματικών λειτουργιών που συνθέτουν το αντικείμενο εργασίας ενός επαγγέλματος ή μιας ειδικότητας καθώς και οι αντίστοιχες γνώσεις, δεξιότητες και ικανότητες που απαιτούνται για την ανταπόκριση στις λειτουργίες αυτές (ΚΥΑ 110998/8-5-2006).
Ειδικές επαγγελματικές γνώσεις
Σχετίζονται με τις ιδιαίτερες συνθήκες άσκησης επαγγελματικών λειτουργιών σε συγκεκριμένα εργασιακά περιβάλλοντα ή σε επαφή με ειδικές πληθυσμιακές ομάδες. Συνήθως, παραπέμπει στην ύπαρξη εξειδίκευσης εντός του επαγγέλματος.
Επάγγελμα (Occupation)
ο όρος επάγγελμα αναφέρεται στην κατά κλάδο ή αντικείμενο συνήθη ασκούμενη βιοποριστική ενασχόληση του κοινωνικού ανθρώπου.
Επιμέρους επαγγελματική λειτουργία (ΕΕΛ)
Μεγάλες και διακριτές περιοχές του επαγγελματικού ρόλου. Περιγράφουν μια συγκεκριμένη, αυτόνομη και ολοκληρωμένη περιοχή του επαγγελματικού ρόλου
Εύρος εφαρμογής (ΕυΕ)
Αναφέρεται στις συνθήκες, τα μέσα, τα υλικά, το περιβάλλον εφαρμογής κλπ, με τα οποία ή εντός του πλαισίου των οποίων, δύναται να αναπτύσσεται εκάστη Επιμέρους επαγγελματική λειτουργία (ΕΕΛ)
Επαγγελματική Εργασία (ΕΕ)
Διακριτή, ανεξάρτητη και «ορατή» επί μέρους ενέργεια που εκτελεί ο/η εργαζόμενος/νη.
Επαγγελματικές γνώσεις
Είναι οι γνώσεις που θεωρούνται αναγκαίες για την επιτέλεση μιας συγκεκριμένης επιμέρους επαγγελματικής λειτουργίας. Αποκτώνται μέσα από μία μαθησιακή διαδικασία
Κύριες επαγγελματικές λειτουργίες (ΚΕΛ)
Ευρείες ενότητες δραστηριοτήτων που η άσκησή τους εκπληρώνει το βασικό σκοπό του επαγγέλματος.
Κριτήρια Επαγγελματικής Ανταπόκρισης (ΚΕΑ)
Είναι τα κρίσιμα σημεία / δείκτες εκάστης επαγγελματικής λειτουργίας, βάσει των οποίων κρίνεται εάν ο/η επαγγελματίας ανταποκρίνεται αποτελεσματικά στις απαιτήσεις κάθε επιμέρους επαγγελματικής λειτουργίας.
Λειτούργημα (Profession)
Το λειτούργημα είναι ένα επάγγελμα με υψηλό βαθμό ρύθμισης, συγκεκριμένες διαδικασίες εισόδου και εξόδου, ειδικές συνθήκες άσκησης, προσφορά προς το κοινωνικό σύνολο, συγκεκριμένη εξειδίκευση και αυξημένο βαθμό αυτονομίας
Πλαίσιο εκπαιδευτικών προδιαγραφών προγραμμάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (ΠΕΠ)
Τα πλαίσια εκπαιδευτικών προδιαγραφών προγραμμάτων είναι ο ενδιάμεσος «κόμβος» για την εξασφάλιση της λειτουργικής διασύνδεσης των επαγγελματικών περιγραμμάτων με το περιεχόμενο και τις προδιαγραφές ποιότητας των προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης και δια βίου μάθησης.